- ἰτριοπώλης
- ἰτριοπώλης, ου, ὁ,A dealer in ἴτρια, prob. in Poll.7.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιτριοπώλης — ἰτριοπώλης, ὁ (Α) πωλητής ιτρίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴτριον + πώλης (< πωλῶ), πρβλ. λαχανο πώλης, παγο πώλης] … Dictionary of Greek
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek